Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
View word page
διαβιάζομαι
use force; force through, penetrate

ShortDef

use force; force through, penetrate

Debugging

Headword:
διαβιάζομαι
Headword (normalized):
διαβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβιαζομαι
IDX:
20818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20819
Key:

Data

{'content': 'use force; force through, penetrate'}