Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
View word page
διαβήτινος
made by rule
ShortDef
made by rule
Debugging
Headword:
διαβήτινος
Headword (normalized):
διαβήτινος
Headword (normalized/stripped):
διαβητινος
IDX:
20817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20818
Key:
Data
{'content': 'made by rule'}