Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
View word page
διαβητίζομαι
make straight by rule

ShortDef

make straight by rule

Debugging

Headword:
διαβητίζομαι
Headword (normalized):
διαβητίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβητιζομαι
IDX:
20816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20817
Key:

Data

{'content': 'make straight by rule'}