Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιωτέον
View word page
διαβηματίζω
step out, pace out

ShortDef

step out, pace out

Debugging

Headword:
διαβηματίζω
Headword (normalized):
διαβηματίζω
Headword (normalized/stripped):
διαβηματιζω
IDX:
20814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20815
Key:

Data

{'content': 'step out, pace out'}