Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
View word page
διάβημα
a step across, a step

ShortDef

a step across, a step

Debugging

Headword:
διάβημα
Headword (normalized):
διάβημα
Headword (normalized/stripped):
διαβημα
IDX:
20813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20814
Key:

Data

{'content': 'a step across, a step'}