Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
View word page
διαβέτης
official
ShortDef
official
Debugging
Headword:
διαβέτης
Headword (normalized):
διαβέτης
Headword (normalized/stripped):
διαβετης
IDX:
20812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20813
Key:
Data
{'content': 'official'}