Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
View word page
διαβεβαιωτικός
affirmative

ShortDef

affirmative

Debugging

Headword:
διαβεβαιωτικός
Headword (normalized):
διαβεβαιωτικός
Headword (normalized/stripped):
διαβεβαιωτικος
IDX:
20811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20812
Key:

Data

{'content': 'affirmative'}