Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
View word page
αἱματηφόρος
bringing blood, bloody

ShortDef

bringing blood, bloody

Debugging

Headword:
αἱματηφόρος
Headword (normalized):
αἱματηφόρος
Headword (normalized/stripped):
αιματηφορος
IDX:
2080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2081
Key:

Data

{'content': 'bringing blood, bloody'}