Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
View word page
διαβατός
to be crossed
ShortDef
to be crossed
Debugging
Headword:
διαβατός
Headword (normalized):
διαβατός
Headword (normalized/stripped):
διαβατος
IDX:
20808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20809
Key:
Data
{'content': 'to be crossed'}