Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
View word page
διαβατικός
transitive
ShortDef
transitive
Debugging
Headword:
διαβατικός
Headword (normalized):
διαβατικός
Headword (normalized/stripped):
διαβατικος
IDX:
20807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20808
Key:
Data
{'content': 'transitive'}