Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβήτης
διαβητίζομαι
View word page
διαβάτης
one who ferries over

ShortDef

one who ferries over

Debugging

Headword:
διαβάτης
Headword (normalized):
διαβάτης
Headword (normalized/stripped):
διαβατης
IDX:
20806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20807
Key:

Data

{'content': 'one who ferries over'}