Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
View word page
διαβατέος
that must be crossed

ShortDef

that must be crossed

Debugging

Headword:
διαβατέος
Headword (normalized):
διαβατέος
Headword (normalized/stripped):
διαβατεος
IDX:
20804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20805
Key:

Data

{'content': 'that must be crossed'}