Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
View word page
διαβαστάζω
to weigh in the hand, estimate

ShortDef

to weigh in the hand, estimate

Debugging

Headword:
διαβαστάζω
Headword (normalized):
διαβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
διαβασταζω
IDX:
20803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20804
Key:

Data

{'content': 'to weigh in the hand, estimate'}