Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
View word page
διαβασταγμός
cunctatio

ShortDef

cunctatio

Debugging

Headword:
διαβασταγμός
Headword (normalized):
διαβασταγμός
Headword (normalized/stripped):
διαβασταγμος
IDX:
20802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20803
Key:

Data

{'content': 'cunctatio'}