Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
View word page
διάβασις
a crossing over, passage

ShortDef

a crossing over, passage

Debugging

Headword:
διάβασις
Headword (normalized):
διάβασις
Headword (normalized/stripped):
διαβασις
IDX:
20800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20801
Key:

Data

{'content': 'a crossing over, passage'}