Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
View word page
διαβασιλίζομαι
to be a pretender to a kingdom

ShortDef

to be a pretender to a kingdom

Debugging

Headword:
διαβασιλίζομαι
Headword (normalized):
διαβασιλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβασιλιζομαι
IDX:
20799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20800
Key:

Data

{'content': 'to be a pretender to a kingdom'}