Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
View word page
διαβασανίζω
test thoroughly

ShortDef

test thoroughly

Debugging

Headword:
διαβασανίζω
Headword (normalized):
διαβασανίζω
Headword (normalized/stripped):
διαβασανιζω
IDX:
20798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20799
Key:

Data

{'content': 'test thoroughly'}