Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
View word page
διάβαρος
porous

ShortDef

porous

Debugging

Headword:
διάβαρος
Headword (normalized):
διάβαρος
Headword (normalized/stripped):
διαβαρος
IDX:
20797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20798
Key:

Data

{'content': 'porous'}