Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
View word page
διαβάλλω
to throw over
ShortDef
to throw over
Debugging
Headword:
διαβάλλω
Headword (normalized):
διαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διαβαλλω
IDX:
20795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20796
Key:
Data
{'content': 'to throw over'}