Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
View word page
διαβαίνω
to cross (a river, etc.); to stand with feet apart

ShortDef

to cross (a river, etc.); to stand with feet apart

Debugging

Headword:
διαβαίνω
Headword (normalized):
διαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαβαινω
IDX:
20794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20795
Key:

Data

{'content': 'to cross (a river, etc.); to stand with feet apart'}