Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δητός
δητός2
Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
View word page
διαβάθρα
a ship's ladder

ShortDef

a ship's ladder

Debugging

Headword:
διαβάθρα
Headword (normalized):
διαβάθρα
Headword (normalized/stripped):
διαβαθρα
IDX:
20792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20793
Key:

Data

{'content': "a ship's ladder"}