Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δῆτα
δητός
δητός2
Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
View word page
διαβαδίζω
to go across
ShortDef
to go across
Debugging
Headword:
διαβαδίζω
Headword (normalized):
διαβαδίζω
Headword (normalized/stripped):
διαβαδιζω
IDX:
20791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20792
Key:
Data
{'content': 'to go across'}