Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δησισταχύς
δῆτα
δητός
δητός2
Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
View word page
διά
through c. gen.; because of c. acc.

ShortDef

through c. gen.; because of c. acc.

Debugging

Headword:
διά
Headword (normalized):
διά
Headword (normalized/stripped):
δια
IDX:
20790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20791
Key:

Data

{'content': 'through c. gen.; because of c. acc.'}