Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δηρουσιαῖος
δησισταχύς
δῆτα
δητός
δητός2
Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασιλίζομαι
View word page
Δία
Dia
ShortDef
Dia
Debugging
Headword:
Δία
Headword (normalized):
δία
Headword (normalized/stripped):
δια
IDX:
20789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20790
Key:
Data
{'content': 'Dia'}