Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δηρόβιος
δηρός
Δηρουσιαῖος
δησισταχύς
δῆτα
δητός
δητός2
Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
View word page
Δηῷος
sacred to Demeter
ShortDef
sacred to Demeter
Debugging
Headword:
Δηῷος
Headword (normalized):
δηῷος
Headword (normalized/stripped):
δηωος
IDX:
20787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20788
Key:
Data
{'content': 'sacred to Demeter'}