Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δηριάω
δηρίομαι
δῆρις
δηρόβιος
δηρός
Δηρουσιαῖος
δησισταχύς
δῆτα
δητός
δητός2
Δηώ
δήω
δήω2
Δηῷος
δήωσις
Δία
διά
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
View word page
Δηώ
Demeter
ShortDef
Demeter
Debugging
Headword:
Δηώ
Headword (normalized):
δηώ
Headword (normalized/stripped):
δηω
IDX:
20784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20785
Key:
Data
{'content': 'Demeter'}