Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
View word page
αἱμάσσω
to make bloody, stain with blood
ShortDef
to make bloody, stain with blood
Debugging
Headword:
αἱμάσσω
Headword (normalized):
αἱμάσσω
Headword (normalized/stripped):
αιμασσω
IDX:
2076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2077
Key:
Data
{'content': 'to make bloody, stain with blood'}