Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
View word page
αἱμασιώδης
like a αἱμασιά

ShortDef

like a αἱμασιά

Debugging

Headword:
αἱμασιώδης
Headword (normalized):
αἱμασιώδης
Headword (normalized/stripped):
αιμασιωδης
IDX:
2075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2076
Key:

Data

{'content': 'like a αἱμασιά'}