Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημοφανής
δημοφθόρος
Δημοφῶν
Δημοχάρης
δημοχαρής
δημοχαριστής
δημοχαριστικῶς
Δημώ
δημώδης
δημώλης
δήμωμα
δημωφελής
δήν
δηναιός
δηναιότης
δηνάριον
δήνεα
δήξ
δηξίθυμος
δῆξις
δήποθεν
View word page
δήμωμα
a popular pastime

ShortDef

a popular pastime

Debugging

Headword:
δήμωμα
Headword (normalized):
δήμωμα
Headword (normalized/stripped):
δημωμα
IDX:
20758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20759
Key:

Data

{'content': 'a popular pastime'}