Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμακουρία
αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
View word page
αἱμασιολογέω
lay walls

ShortDef

lay walls

Debugging

Headword:
αἱμασιολογέω
Headword (normalized):
αἱμασιολογέω
Headword (normalized/stripped):
αιμασιολογεω
IDX:
2074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2075
Key:

Data

{'content': 'lay walls'}