Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημοτερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοτικός
Δημοῦχος
δημοῦχος
δημοφανής
δημοφθόρος
Δημοφῶν
Δημοχάρης
δημοχαρής
δημοχαριστής
View word page
δημοτεύομαι
to be a δημότης

ShortDef

to be a δημότης

Debugging

Headword:
δημοτεύομαι
Headword (normalized):
δημοτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δημοτευομαι
IDX:
20743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20744
Key:

Data

{'content': 'to be a δημότης'}