Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημοτερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοτικός
Δημοῦχος
δημοῦχος
δημοφανής
δημοφθόρος
Δημοφῶν
Δημοχάρης
View word page
δημότερος
common, vulgar

ShortDef

common, vulgar

Debugging

Headword:
δημότερος
Headword (normalized):
δημότερος
Headword (normalized/stripped):
δημοτερος
IDX:
20741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20742
Key:

Data

{'content': 'common, vulgar'}