Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημός
δῆμος
Δημοσθένειος
Δημοσθένης
Δημοσθενίζω
δημοσιεύω
δημοσιόπρακτος
δημόσιος
δημοσιουργία
δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημοτερπής
View word page
δημοσιόω
to confiscate

ShortDef

to confiscate

Debugging

Headword:
δημοσιόω
Headword (normalized):
δημοσιόω
Headword (normalized/stripped):
δημοσιοω
IDX:
20732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20733
Key:

Data

{'content': 'to confiscate'}