Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμαγμός
αἱμαγωγός
αἱμακουρία
αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
View word page
αἱμασιά
a wall

ShortDef

a wall

Debugging

Headword:
αἱμασιά
Headword (normalized):
αἱμασιά
Headword (normalized/stripped):
αιμασια
IDX:
2072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2073
Key:

Data

{'content': 'a wall'}