Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἷμα
αἱμαγμός
αἱμαγωγός
αἱμακουρία
αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
View word page
αἱμάς
a gush

ShortDef

a gush

Debugging

Headword:
αἱμάς
Headword (normalized):
αἱμάς
Headword (normalized/stripped):
αιμας
IDX:
2071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2072
Key:

Data

{'content': 'a gush'}