Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημοκρατία
δημοκρατίζω
δημοκρατικός
Δημοκρίτειοι
Δημόκριτος
δημολάλητος
δημόλευστος
Δημολέων
δημολογικός
Δημόνικος
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρακτος
δημοπράτης
Δημοπτόλεμος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένειος
Δημοσθένης
View word page
δημόομαι
to talk popularly

ShortDef

to talk popularly

Debugging

Headword:
δημόομαι
Headword (normalized):
δημόομαι
Headword (normalized/stripped):
δημοομαι
IDX:
20715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20716
Key:

Data

{'content': 'to talk popularly'}