Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δημοκόων
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
Δημοκράτης
δημοκρατία
δημοκρατίζω
δημοκρατικός
Δημοκρίτειοι
Δημόκριτος
δημολάλητος
δημόλευστος
Δημολέων
δημολογικός
Δημόνικος
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρακτος
δημοπράτης
Δημοπτόλεμος
δημορριφής
View word page
δημόλευστος
publicly stoned

ShortDef

publicly stoned

Debugging

Headword:
δημόλευστος
Headword (normalized):
δημόλευστος
Headword (normalized/stripped):
δημολευστος
IDX:
20711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20712
Key:

Data

{'content': 'publicly stoned'}