Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημόθεν
δημοθοινέω
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκηδής
Δημοκήδης
δημοκλίναρχος
View word page
δημογέρων
an elder of the people, chief
ShortDef
an elder of the people, chief
Debugging
Headword:
δημογέρων
Headword (normalized):
δημογέρων
Headword (normalized/stripped):
δημογερων
IDX:
20683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20684
Key:
Data
{'content': 'an elder of the people, chief'}