Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημόθεν
δημοθοινέω
δημοθοινία
δημόθροος
View word page
δημοβόητος
notorious
ShortDef
notorious
Debugging
Headword:
δημοβόητος
Headword (normalized):
δημοβόητος
Headword (normalized/stripped):
δημοβοητος
IDX:
20680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20681
Key:
Data
{'content': 'notorious'}