Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημόθεν
δημοθοινέω
δημοθοινία
View word page
δημιουργός
one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman
ShortDef
one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman
Debugging
Headword:
δημιουργός
Headword (normalized):
δημιουργός
Headword (normalized/stripped):
δημιουργος
IDX:
20679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20680
Key:
Data
{'content': 'one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman'}