Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
αἷμα
αἱμαγμός
αἱμαγωγός
αἱμακουρία
αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱματάω
View word page
αἱμαλέος
bloody, blood-red
ShortDef
bloody, blood-red
Debugging
Headword:
αἱμαλέος
Headword (normalized):
αἱμαλέος
Headword (normalized/stripped):
αιμαλεος
IDX:
2067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2068
Key:
Data
{'content': 'bloody, blood-red'}