Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημοεγερτής
δημοειδής
View word page
δημιουργικός
of a craftsman, technical, creative
ShortDef
of a craftsman, technical, creative
Debugging
Headword:
δημιουργικός
Headword (normalized):
δημιουργικός
Headword (normalized/stripped):
δημιουργικος
IDX:
20676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20677
Key:
Data
{'content': 'of a craftsman, technical, creative'}