Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δημήτριος
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημοεγερτής
View word page
δημιουργία
a making, creating

ShortDef

a making, creating

Debugging

Headword:
δημιουργία
Headword (normalized):
δημιουργία
Headword (normalized/stripped):
δημιουργια
IDX:
20675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20676
Key:

Data

{'content': 'a making, creating'}