Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δημήτριον
Δημήτριος
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
View word page
δημιούργημα
a work of art, piece of workmanship
ShortDef
a work of art, piece of workmanship
Debugging
Headword:
δημιούργημα
Headword (normalized):
δημιούργημα
Headword (normalized/stripped):
δημιουργημα
IDX:
20674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20675
Key:
Data
{'content': 'a work of art, piece of workmanship'}