Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
Δημητριακός
Δημητριάς
Δημητριασταί
Δημήτριον
Δημήτριος
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
View word page
δημίζω
to affect popularity, cheat the people

ShortDef

to affect popularity, cheat the people

Debugging

Headword:
δημίζω
Headword (normalized):
δημίζω
Headword (normalized/stripped):
δημιζω
IDX:
20668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20669
Key:

Data

{'content': 'to affect popularity, cheat the people'}