Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημηγορικός
δημηγόρος
δημηλασία
δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
Δημητριακός
Δημητριάς
Δημητριασταί
Δημήτριον
Δημήτριος
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
View word page
Δημήτριος
of Demeter, (pr.n.) Demetrius

ShortDef

of Demeter, (pr.n.) Demetrius

Debugging

Headword:
Δημήτριος
Headword (normalized):
δημήτριος
Headword (normalized/stripped):
δημητριος
IDX:
20665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20666
Key:

Data

{'content': 'of Demeter, (pr.n.) Demetrius'}