Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴλινος
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
αἷμα
αἱμαγμός
αἱμαγωγός
αἱμακουρία
αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάς
αἱμασιά
αἱμασιή
αἱμασιολογέω
αἱμασιώδης
View word page
αἱμακτικός
making bloody

ShortDef

making bloody

Debugging

Headword:
αἱμακτικός
Headword (normalized):
αἱμακτικός
Headword (normalized/stripped):
αιμακτικος
IDX:
2065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2066
Key:

Data

{'content': 'making bloody'}