Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δηματρεύεσθαι
δημεραστέω
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημεχθής
δημηγερσία
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
δημηλασία
δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
Δημητριακός
Δημητριάς
Δημητριασταί
View word page
δημηγορέω
to speak in the assembly

ShortDef

to speak in the assembly

Debugging

Headword:
δημηγορέω
Headword (normalized):
δημηγορέω
Headword (normalized/stripped):
δημηγορεω
IDX:
20653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20654
Key:

Data

{'content': 'to speak in the assembly'}