Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δημάρατος
δημάρατος
δημαρχέω
δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δηματρεύεσθαι
δημεραστέω
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημεχθής
δημηγερσία
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
δημηλασία
δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
View word page
δημεύω
to declare public property, to confiscate
ShortDef
to declare public property, to confiscate
Debugging
Headword:
δημεύω
Headword (normalized):
δημεύω
Headword (normalized/stripped):
δημευω
IDX:
20650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20651
Key:
Data
{'content': 'to declare public property, to confiscate'}