Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δημαγωγία
δημαγωγικός
δημαγωγός
δημακίδιον
Δημάρατος
δημάρατος
δημαρχέω
δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δηματρεύεσθαι
δημεραστέω
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημεχθής
δημηγερσία
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημηγόρος
View word page
δηματρεύεσθαι
object of general pity

ShortDef

object of general pity

Debugging

Headword:
δηματρεύεσθαι
Headword (normalized):
δηματρεύεσθαι
Headword (normalized/stripped):
δηματρευεσθαι
IDX:
20646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20647
Key:

Data

{'content': 'object of general pity'}